ἀτοκία

ἀτοκία
ἀ-τοκία, Unfruchtbarkeit

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀτοκίᾳ — ἀτοκίᾱͅ , ἀτοκία unfruitfulness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατοκία — η (AM ἀτοκία) [άτοκος (Ι)] 1. ανικανότητα για τεκνοποίηση, στειρότητα 2. αγονία, ακαρπία …   Dictionary of Greek

  • ἀτόκια — ἀτόκιος causing barrenness neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοκίας — ἀτοκίᾱς , ἀτοκία unfruitfulness fem acc pl ἀτοκίᾱς , ἀτοκία unfruitfulness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτοκίαν — ἀτοκίᾱν , ἀτοκία unfruitfulness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατόκιος — ἀτόκιος, ία, ον (Α) [ατοκία] αυτός που προκαλεί ατοκία, στειρότητα (το ουδ. και νεοελλ.) ατόκιο, το (Α ἀτόκιον) φάρμακο που προκαλεί ατοκία, στείρωση σκόνη ή αλοιφή που εισάγεται στον κόλπο της γυναίκας και επιφέρει διακοπή της κύησης …   Dictionary of Greek

  • αγονία — η (Α ἀγονία) [ἄγονος] 1. ανικανότητα αναπαραγωγής, στείρωση, ασπερμία, ατοκία 2. έλλειψη ευφορίας, ακαρπία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”